- ψηλόκορμος
- -η, -ο, Νβλ. υψηλόκορμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγκλάρας — και μαγκλαράς, ο 1. άνδρας ψηλός και άχαρος, ασουλούπωτος 2. ρωμαλέος, ψηλόκορμος άνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού μέγκλος* «θαυμάσιος άνθρωπος», με αφομοιωτική τροπή τού ε σε α ] … Dictionary of Greek
υψηλόκορμος — και ψηλόκορμος, η, ο, Ν 1. (για δέντρο) αυτός που έχει ψηλό κορμό 2. (για πρόσ.) ψηλός, υψηλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + κορμός] … Dictionary of Greek
υψηλόκορμος — η, ο και ψηλόκορμος, η, ο αυτός που έχει υψηλό κορμό, υψηλό ανάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)